H “κοινωνική ληστεία” στο ελληνικό κράτος

[της Εύας Μπολιουδάκη, από Παράκοσμο]

  • Πρόλογος
  • 1. Η έννοια της «κοινωνικής ληστείας» κατά τον Hobsbawm.
  • 1α. Η κριτική στον Hobsbawm και το Υστερόγραφο
  • 2. Το φαινόμενο της «κοινωνικής ληστείας» στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα.
  • 3. «Κοινωνική ληστεία» και Εξουσία στον Ελλαδικό χώρο.
  • 4. «Κοινωνική Ληστεία» και Αντικομμουνισμός
  • Επίλογος
  • Βιβλιογραφία
  • Σημειώσεις
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του Σεμιναρίου «Εξουσία και Εξέγερση στο Ελληνικό Εθνικό Κράτος» και αφορά στην ύπαρξη της «κοινωνικής ληστείας» στον Ελλαδικό χώρο και την πορεία προς την εξάλειψή της. Στα πλαίσια αυτού του σεμιναρίου έγινε προσπάθεια προσέγγισης του περίπλοκου φαινομένου της «κοινωνικής ληστείας» σε δύο επίπεδα : 1) ερευνήθηκε το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας ως συνοδό της μακράς και ταραχώδους περιόδου μετάβασης των προκαπιταλιστικών κοινωνιών στις σύγχρονες καπιταλιστικές δομές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, και 2) αναπτύχθηκε ο προβληματισμός για τις ενδεχόμενες σχέσεις της κοινωνικής ληστείας ως προγόνου των σύγχρονων νεωτερικών και μετανεωτερικών κοινωνικών κινημάτων.

Η δομή της εργασίας μου θα είναι η εξής:

1) Ιστορική αναφορά στην γένεση της έννοιας της κοινωνικής ληστείας που εισήγαγε ο Hobsbawm στα τέλη της δεκαετίας του 50’ με το έργο του «Primitive Rebels» καθώς και της κριτικής που δέχθηκε και της συζήτησης που αναπτύχθηκε σχετικά.

2) Στη συνέχεια θα αναφερθώ στην εμφάνιση του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας στην επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, την παράλληλη πορεία και τα σημεία τομής και σύγκρουσης, μέσα στις συνθήκες της ελληνικής ιδιαιτερότητας.

3) Θα παρουσιάσω την σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην αστική ιδεολογία και τα κινήματα αμφισβήτησης της κυριαρχίας της, κυρίως μέσα από την εμφάνιση του φαινομένου του αντικομμουνισμού στην Ελλάδα.

4) Τέλος, θα επιχειρήσω μια σύνοψη και θα προσπαθήσω να θέσω κάποια ερωτήματα – προβληματισμό για τις δυνατότητες εμφάνισης παρόμοιων κινημάτων αντίστασης και ανυπακοής στις σύγχρονες συνθήκες.

1. Η έννοια της «κοινωνικής ληστείας» κατά τον Hobsbawm. Ο Eric Hobsbawm (1917 – 2012), ήταν Βρετανός, μαρξιστής ιστορικός, διανοούμενος και συγγραφέας

Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας θεματοποιείται για πρώτη φορά στο έργο Ρrimitive Rebels [1] του  Eric Hobsbawm, που δημοσιεύεται το 1959, στα πρόθυρα της «αναβράζουσας» δεκαετίας του ’60. Η ανάδειξη και η προσέγγιση του φαινομένου εντάσσεται στην προσπάθεια για κριτική κατανόηση των νέων κοινωνικών κινημάτων τα οποία κυοφορούνταν στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου και επρόκειτο να ξεσπάσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια στις χώρες της Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης Δύσης. Πρόκειται για μια ουσιαστική μετατόπιση της κοινωνικής δράσης με την ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωμάτων και αιτημάτων σύγκρουσης και αμφισβήτησης «που επικέντρωσαν κυρίως στο πρόβλημα της κυριαρχίας και της διαφοράς, εγκαταλείποντας ή βάζοντας βαθμηδόν σε δεύτερο πλάνο αυτό της εκμετάλλευσης και της ισότητας που ήταν συνυφασμένες στην κοινωνικο-οικονομική δόμηση της πολιτικής»[2].

Στο έργο του Primitive Rebels ο συγγραφέας εξετάζει τις αρχαϊκές ή πρωτόγονες μορφές κοινωνικής αναταραχής, μέσα σε ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από την ληστεία τύπου Ρομπέν των Δασών, τις εργατικές και θρησκευτικές σέκτες έως τους πιο πρόσφατους επαναστατικούς σχηματισμούς. Η ιστορία των κοινωνικών κινημάτων χωρίζεται σε δύο διακριτές φάσεις : 1) τα αρχαία και μεσαιωνικά κινήματα π.χ. εξεγέρσεις σκλάβων, αγροτών κ.ά., 2) τα σύγχρονα κινήματα όπως αυτά εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό νότο κυρίως,  από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Τα αρχέγονα όμως κινήματα, όπως αυτά διερευνώνται στο παραπάνω βιβλίο, αν και ανήκουν χρονικά στον 19ο – 20ο αιώνα, δεν κατατάσσονται σε κάποια από τις δύο χρονικές διαιρέσεις, διότι θεωρείται ότι γεννιούνται σε ένα κόσμο προ-πολιτικών ανθρώπων και  οδηγούν στην απόκτηση της πολιτικής εκείνης συνείδησης,  που έκανε τον 20ο αιώνα τον πιο επαναστατικό στην ανθρώπινη ιστορία.

Πεδίο έρευνας της συγκεκριμένης μελέτης του Hobsbawm αποτέλεσε ο ευρωπαϊκός Νότος και πιο συγκεκριμένα η Ιταλία, καθόσον εκεί κατά τον 19ο αιώνα επιβίωναν ανόθευτες ακόμα, αγροτικές κοινωνίες, οι οποίες όμως ιστορικά συνυπήρχαν για ένα αξιόλογο χρονικό διάστημα, με τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση που συντελέστηκε στον ευρωπαϊκό Βορρά και δέχονταν ήδη τις συντριπτικές οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές πιέσεις της.

Η κοινωνική ληστεία που εμφανίζεται στις αγροτικές κοινωνίες του Νότου, θεωρείται η πιο αρχέγονη και ακατέργαστη μορφή κοινωνικής αντίστασης των Νέων Χρόνων, με περισσότερους άμεσους και ευθείς δεσμούς με τον πληθυσμό της περιοχής στην οποία εμφανίζεται και δρα. Εκφράζει την κοινωνική αναταραχή που προκαλείται από τις ανισότητες, το έλλειμμα δικαιοσύνης, την οικονομική εκμετάλλευση και γενικά την δυσπραγία που συναντάμε στην σύσταση της κοινωνικής – κοινής ζωής των ανθρώπων. Μετά το ορόσημο της Γαλλικής Επανάστασης (1789),   φαινόμενα, όπως η κοινωνική ληστεία είναι αυθεντικά αποσπάσματα μιας επίπονης και ταραχώδους προσαρμογής των απλών καθημερινών ανθρώπων σε έναν κόσμο που αλλάζει και η μελέτη τους μας παρέχει την οπτική της ζωής «από τα κάτω», δηλαδή από την σκοπιά των χαμηλότερων τμημάτων της κοινωνικής ιεραρχίας και «από τα μέσα» δηλαδή χωρίς προσχηματοποιημένες αξιολογήσεις.

Ο κοινωνικός ληστής, τον οποίο μελετά ο Hobsbawm προέρχεται από το προκαπιταλιστικό αγροτικό περιβάλλον και βρίσκεται σε διαρκή αναφορά μ’ αυτόν τον τρόπο – τύπο ζωής. Είναι τέκνο της υπαίθρου και σάρκα από την σάρκα των γηγενών πληθυσμών που κατοικούν σε έναν τόπο από αιώνες. Ο Hobsbawm διακρίνει τρεις τύπους ληστών :

1)      Ο ευγενής ληστής τύπου Ρομπέν των Δασών που δρα με γνώμονα το συμφέρον των πολλών και των φτωχών (ο ρομαντικός).

2)      Ο εκδικητής ληστής που αποδίδει ένα είδος δικαιοσύνης πέρα από την κρατούσα νομοθεσία των πλουσίων και των ισχυρών (ο τιμωρός).

3)      Ο χαϊδούκος, ο τύπος του συμμορίτη ο οποίος είναι μέλος μιας ένοπλης οργανωμένης συμμορίας με πολιτικές στοχεύσεις (ο αντάρτης).

Οι κοινωνικοί ληστές, ασχέτως αν ενσάρκωναν τον τύπο του προστάτη των φτωχών ή τον σκληρό εκδικητή, παρουσιάζουν διαχρονικά αξιοσημείωτες ομοιότητες σε όλους τους τόπους, ως αποτέλεσμα της ομοιομορφίας της κοινωνικής κατάστασης που γέννησε το φαινόμενο της ληστείας.  Έτσι, εμφανίζεται μια τυπολογία όσον αφορά τα κίνητρα που ωθούν κάποιον άντρα στη ληστεία, την σχέση που οφείλει να έχει με τον πληθυσμό της περιοχής, την μυθολογία που πλέκεται γύρω από τις ικανότητες και τα κατορθώματά του, τις συνήθειές του και το κύρος που θέλει να συνοδεύει το όνομά του, αλλά και τις δυσκολίες, τους κινδύνους και την πάντα απειλητική προδοσία ή «μπαμπεσιά».

Ο τύπος του κοινωνικού ληστή εκτός από έκφραση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, είναι μια χαρακτηριστική και διακριτή περίπτωση προ-πολιτικού τύπου ανθρώπου, ο οποίος βλέπει τον κόσμο, τον εαυτό του και τους άλλους μέσα από το πρίσμα της οργανικής συγγένειας και του οικογενειακού δεσμού. Αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει οργανικά με ακατάλυτο δεσμό αίματος σε ένα ευρύτερο σχηματισμό και διαφοροποιεί- διακρίνει τις καταστάσεις μέσα από πολωτικά σχήματα εχθρός/φίλος, καλό/κακό, δικός/ξένος. Το γεγονός ότι δεν ζει στους οργανωμένους οικισμούς αλλά συνήθως στα βουνά κι ότι δεν ασχολείται με την γεωργία ή την κτηνοτροφία δεν τον καθιστά ένα άλλο υποκείμενο. Η υποκειμενικότητά του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον του, από το οποίο ξεκομμένος πέφτει σε υπαρξιακό κενό, σε ανεστιότητα και απειλείται άμεσα η ηθική, ψυχική και βιολογική επιβίωσή του. Γι’ αυτόν το λόγο δημιουργεί και συντηρεί ένα εκτεταμένο δίκτυο συγγενικών δεσμών, προβαίνει σε εκδικητικές εκτελέσεις και ταπεινώσεις των εχθρών του, εκδραματίζει και φροντίζει την φήμη και την λάμψη του και κάθε λογής απειλές λαμβάνουν έναν χαρακτήρα ζωής και θανάτου.

Ο κοινωνικός ληστής, αν και ρεαλιστικά απείχε  από τον εξιδανικευμένο ήρωα των μύθων και των τραγουδιών, ωστόσο δεν έπαψε να είναι  μια τραγική φιγούρα, ένα κοινωνικό κατασκεύασμα προορισμένο να συγκεντρώσει πάνω του την δύναμη, την ελπίδα, την εκδίκηση, το μίσος και εντέλει να καταστραφεί ο ίδιος, εγκλωβισμένος μέσα στην απαίτηση του κατασκευαστικού του μύθου.

Περαιτέρω ο Hobsbawm σε μια διεύρυνση του φαινομένου της κοινωνικής διαμαρτυρίας, σημειώνει και άλλους τύπους ή εκδοχές της. Μια απ’ αυτές υπήρξε η «Μαφία» στον Ιταλικό νότο και παρά τις επιμέρους διαφορές με το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, έχουν κοινή αδιέξοδη προοπτική καθώς δεν διαθέτουν κάποια συγκροτημένη πρόταση κοινωνικής αναμόρφωσης, δεν διακηρύσσουν ιδεολογικές αρχές και δεν οραματίζονται κάποιον άλλον κόσμο. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, περιθωριοποιούνται και σταδιακά καταστέλλονται και εξαφανίζονται.

Πλησιέστερα στα σύγχρονα κινήματα βρίσκονταν τα μιλλεναριανιστικά κινήματα τα οποία διέθεταν πιο καλή οργάνωση, ασκούσαν πιο πιεστική και καθολική κριτική, είχαν επαναστατική ιδεολογία και πρόγραμμα το οποίο πρότειναν και προωθούσαν στους καταπιεζόμενους για την απελευθέρωσή τους.

Αντίστοιχο φαινόμενο με αυτό της κοινωνικής ληστείας στην ύπαιθρο, έχουμε την εμφάνιση του «όχλου» στα αστικά, προβιομηχανικά κέντρα. Ο «όχλος» έχει επίσης προ-πολιτικό χαρακτήρα, είναι άμορφος, ευμετάβλητος και κινείται από την αγανάκτηση και την ικανοποίηση άμεσων στόχων – αιτημάτων.

Πιο εξελιγμένη μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας αποτέλεσαν οι εργατικές σέκτες, οι οποίες θεωρούνται το πρόπλασμα των εργατικών συνδικάτων.

Συγκεφαλαιώνοντας, το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας είναι έκφραση του συντηρητισμού και της αμυντικότητας που ανέπτυξαν οι παραδοσιακές κοινότητες απέναντι σε δυνάμεις – είτε ακραίας καταπίεσης είτε της νέας καπιταλιστικής οικονομίας- που θεωρήθηκαν απειλητικές για την ισορροπία τους. Η κοινωνική ληστεία ως προ-πολιτικό φαινόμενο δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις ταξικές δομές που γεννούν την φτώχεια και την καταπίεση. Στην καλύτερη περίπτωση αμβλύνει τις εξωφρενικές ανισότητες, προσφέρει μια παραμυθία μέσα στην δύσκολη καθημερινότητα της αγροτικής ζωής και εκτονώνει το φαντασιακό των καταπιεσμένων.

Η κοινωνική ληστεία ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία καθώς οι παραδοσιακές κοινωνίες καταστρέφονται, ο εκβιομηχανισμός προχωρά με άλματα και το κατ’ εξοχήν κοινό της, οι χωρικοί, αρχίζουν να αποκτούν συνείδηση της τάξης στην οποία ανήκουν μέσα στον ευρύτερο καταμερισμό εργασίας, δημιουργούν αγροτικές ενώσεις και οργανώνουν πιο αποτελεσματικά εξορθολογίζοντας τις κινητοποιήσεις και τις διεκδικήσεις τους.

1.α) Η κριτική στον Hobsbawm και το Υστερόγραφο.

Ο Anton Blok (1935 -)
Aνθρωπολόγος, διάσημος για την έρευνά του
πάνω στο φαινόμενο της σικελικής Μαφίας
[Τhe Mafia of a Sicilian Village, 1860-1960: 
A Study of Violent Peasant Entrepreneurs, 1960]Την δημοσίευση του πρώτου έργου του Hobsbawm (Primitive Rebels, 1959) ακολούθησε το Bandits (1969), στο οποίο ο συγγραφέας επανέρχεται στο φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας  μέσα από ένα επιλεγμένο πανόραμα 90 καταγεγραμμένων περιπτώσεων ληστών. Ακολουθεί μια γόνιμη κριτική, κυρίως από τον Anton Blok[3] , η οποία και ολοκληρώνει την μελέτη του φαινομένου. Συνοψίζοντας την κριτική και την απάντηση του Hobsbawm[4],  αξίζει να αναφέρουμε:

  • Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας για να κατανοηθεί πρέπει να πλαισιωθεί από το πλέγμα των δομών εξουσίας και πολιτικής. Κοντολογίς από τις υπαρκτές τάσεις μέσα στις κοινωνίες για κατανόηση, εξήγηση, πρόβλεψη και έλεγχο του κοινωνικού κόσμου.
  • Ο χαρακτήρας της κοινωνικής ληστείας εκφράζει πρωτίστως τον αγώνα για δύναμη και κυριαρχία, μεμονωμένων ατόμων και δευτερευόντως τα συμφέροντα των καταπιεσμένων αγροτών μέσα από τα σπλάχνα των οποίων ξεπηδάει.
  • Η εξιδανίκευση που συνοδεύει την κοινωνική ληστεία (μύθοι, τραγούδια, θρύλοι κλπ) είναι περισσότερο προϊόν της φαντασίας των αστικών στρωμάτων και λιγότερο της αγροτιάς, η οποία διέκρινε ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς» ληστές.
  • Η ανυπαρξία πολιτικής – ταξικής συνείδησης καθώς και οι συνθήκες ζωής των ληστών τους μετέτρεπαν εύκολα σε τυχοδιώκτες και συχνά σε αδίστακτους, αργυρώνητους  μπράβους της εκάστοτε τοπικής εξουσίας, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι φορές που συμμετείχαν σε πολιτικές συγκρούσεις αντίπαλων στρατοπέδων ανάλογα με τα συμφέροντα και τα ανταλλάγματά τους. Η τυχοδιωκτική στάση των ληστών  φέρνει την κοινωνική ληστεία κοντά σε φαινόμενα παραβατικότητας και εγκληματικότητας που διώκονται από το νόμο και δεν διαθέτουν κανένα κοινωνικό έρεισμα.
  • Αποτέλεσαν συχνά δύναμη τρομοκρατίας και ανάσχεσης των κοινωνικών αγώνων καθώς και της κινητικότητας των καταπιεσμένων στρωμάτων της υπαίθρου.
  • Η θεώρηση της κοινωνικής ληστείας ως πρόδρομου φαινομένου των κοινωνικών κινημάτων που ακολούθησαν, είναι προβληματική καθώς το μόνο κοινό σημείο είναι αυτό της κοινωνικής δυσαρέσκειας, αλλά  απουσιάζουν άλλα κρίσιμα κριτήρια, όπως της οργάνωσης, του σταθερού προσανατολισμού σε κάποιο απελευθερωτικό πρόταγμα και της πολιτικής χειραφέτησης των καταπιεσμένων.
2. Το φαινόμενο της «κοινωνικής ληστείας» στον ελλαδικό χώρο κατά τον 19ο αιώνα.

Το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας εμφανίζεται και στον χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου, εντός της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαθέτοντας όμως και δικά του χαρακτηριστικά τα οποία αντιστοιχούν στις γεωγραφικές και ιστορικές ιδιομορφίες της περιοχής. Όπως και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό νότο, εκφράζει τις συγκρούσεις και τις αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν στις αγροτο-ποιμενικές κοινωνίες κατά την μεταβατική περίοδο από την χαλαρή τοπική οργάνωση προς το θεσμοποιημένο, ολοκληρωτικό κράτος, την ενίσχυση των αστικών κέντρων σε βάρος των παραδοσιακών χωριών της υπαίθρου και τις αλλαγές στην χρήση και ιδιοκτησία της γης.

Στον ελλαδικό χώρο η έρευνα εντοπίζεται από τα μέσα του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, προσπαθεί να καθαρίσει το τοπίο από τα υπολείμματα του προηγούμενου οθωμανικού status, να ορίσει τα σύνορά του και να αποκτήσει τα εθνικά χαρακτηριστικά των μοντέρνων κρατών δυτικού τύπου. Στην προσπάθεια αυτή, το νεοσύστατο έθνος-κράτος των εξαθλιωμένων ραγιάδων να γίνει δεκτό και αναγνωρίσιμο από τα προηγμένα και εξευγενισμένα διπλωματικά σώματα των άλλων χωρών, επιστρατεύονται οι γνωστές ιδεολογικές αναφορές στο αρχαίο κλέος που όμως υπονομεύονται[5] – συν τοις άλλοις- από την ύπαρξη πολύπλοκων φαινομένων κοινωνικής αναταραχής και ανυπακοής, τα οποία ανθίστανται, παρά τις προσπάθειες καταστολής τους,  και συνυπάρχουν μαζί του, για τουλάχιστον έναν αιώνα με σχέσεις αλληλεξάρτησης από ισχυρές τοπικές εξουσίες. Πρόκειται για την δράση οργανωμένων σωμάτων κλεφταρματολών και ληστών που στον ελλαδικό χώρο αντιστοιχούν στο φαινόμενο της κοινωνικής διαμαρτυρίας των προπολιτικών κοινωνιών, όπως το σκιαγράφησε ο Hobsbawm. Η δράση των σωμάτων αυτών μέσω της παραδοσιακής λαογραφίας, τελικά, ενσωματώνεται στο κεντρικό επαναστατικό αφήγημα της απελευθέρωσης από τον τούρκικο ζυγό, γίνεται μέρος της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων και οι αρχηγοί τους γίνονται εθνικοί ήρωες που αγωνίζονταν «υπέρ θρησκείας και πίστεως»[6]  .

Η καταγωγή του φαινομένου της «κοινωνικής ληστείας», στο χώρο των Βαλκανίων και της Μ.Ασίας, όπως μας πληροφορεί ο Δαμιανάκος, είναι παμπάλαιη, και διατηρείται από την βυζαντινή εποχή έως όλη την διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας[7]. Μέσα σ’ αυτό συναντάμε πρώτα απ’ όλα τον ορεσίβιο, νομαδικό τρόπο ζωής στον οποίο διασώζονται πολλά αρχαϊκά στοιχεία που οι ρίζες τους χάνονται στο παρελθόν. Λόγω των σκληρών συνθηκών ζωής στη φύση, του αέναου κύκλου των εποχών,  της απομόνωσης σε ορεινές περιοχές, της έλλειψης επικοινωνίας με άλλους πληθυσμούς, οι νομαδικοί – ποιμενικοί άνθρωποι είναι πιο συντηρητικοί, δυσπροσάρμοστοι και κλειστοί στο νέο και την εξέλιξη.  Επιπλέον οι ανάγκες για συχνή μετακίνηση και βοσκή των κοπαδιών, τους υποχρεώνει σε συνεχή αναζήτηση εδαφών και τους φέρνει σε πολεμική σύγκρουση με τους εγκατεστημένους γεωργικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είναι λιγότερο σκληροτράχηλοι και πιο ευάλωτοι στην βία που τους ασκείται. Επομένως, οι ποιμενικοί πληθυσμοί επιδίδονται φυσικά σε έργα πολέμου, ασκούνται και γίνονται ικανότατοι στην κλοπή και επιζητούν την κυριαρχία πάνω σε ένα πληθυσμό κατά κανόνα λιγότερο ικανό από τους ίδιους – τους κυριαρχούμενους- τον οποίο όμως δεν θέλουν να εξοντώσουν αλλά να διατηρούν μαζί του μια συμβιωτική σχέση αλληλεξάρτησης.

Η συμβιωτική αυτή σχέση δεσμεύει και τα δύο μέρη και για μεν τους ποιμένες επιφυλάσσει το  ρόλο του «σκληρού», του ανυπότακτου, του περήφανου παλικαριού και εν τέλει του «ληστή», για δε τους αγρότες τον ρόλο του υποτακτικού και εν τέλει του «ραγιά». Η κατασκευή αυτή φτάνει να αποτελεί ένα πλαίσιο αυτοκατανόησης των προ-πολιτικών κοινωνιών και εκφράζεται εύλογα μέσα από τα δημοτικά τραγούδια[8].

Φώτη Κόντογλου, Κλέφτες και Αρματολοί

Τα δημοτικά τραγούδια, όπως έδειξε η Βoeschoten, είναι κυρίως το πολιτιστικό προϊόν των καταπιεσμένων – κυριαρχούμενων που κατορθώνουν έτσι να αποκτήσουν φωνή, να εξυμνήσουν τις κοινές αποδεκτές αξίες της λεβεντιάς, της μπέσας και της ανυποταγής, να αντιταχθούν με ένα τρόπο έμμεσο στον κοινό εχθρό του αγροτο-ποιμενικού τρόπου ζωής που είναι ο εκσυγχρονισμός, να ασκήσουν έλεγχο πάνω στους κυρίαρχους – ληστές και εντέλει να τους το προσφέρουν ως το εξευγενισμένο ιδεατό πορτρέτο τους[9].

Το φαινόμενο της ληστείας αποκτά έτσι ένα βάθος ικανό να παράγει ηθικούς κώδικες και άγραφες δεσμεύσεις και συμπεριφορές που δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως ορθολογικά, γιατί ακριβώς αντιστοιχούν σε ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο. Ο βοσκός εύκολα μετατρέπεται σε ένοπλο ληστή και βγαίνει στο βουνό  όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το νόμο,  η δράση του όμως παραμένει κοινωνικά αποδεκτή και είναι η αναμενόμενη. Θεωρεί την αρπαγή, την ληστεία και τον εκβιασμό ένα είδος εργασίας και δεν διστάζει να στρέφεται κυρίως κατά των πλουσίων γαιοκτημόνων αφού τα πλούτη τους του απέφεραν περισσότερες ευκαιρίες πλουτισμού απ’ ότι οι λεηλασίες των πάμπτωχων αγροτικών νοικοκυριών. Συνακόλουθα, η παρουσία και η δράση του εγγυώνται  την σταθερότητα του αγρο-ποιμενικού κόσμου,  οι δε αρχές και συμβολισμοί  που τις διέπουν είναι άρθρα αυτής της σταθερότητας[10].

Ληστές της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων

Η ληστεία, μπορεί να είναι ένα προϊόν του αγρο-ποιμενικού κόσμου, όμως στις τάξεις της βρέθηκαν και χωρικοί, φυγόδικοι, παραβάτες του νόμου, λιποτάκτες των τακτικών σωμάτων κλπ.   Κατ΄ αυτή την έννοια παραμένει εντός των κοινωνικών πλαισίων, τροφοδοτείται από τον τοπικό πληθυσμό  και συμμετέχει αναγκαστικά στις κάθε είδους μεταβολές που επιφέρει στο πλαίσιο αυτό η ιστορική εξέλιξη. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε την «συμπληρωματικότητα» και την «ομολογία»[11] που αναφέρει ο Δαμιανάκος, αφ’ ενός στην σύνδεση των ένοπλων ληστρικών σωμάτων με τα «τσελιγκάτα» και αφ’ ετέρου στις δοσοληψίες τους με τις τοπικές εξουσίες. Η εξέλιξη της ληστείας στον Ελλαδικό χώρο ακολουθεί την πορεία ακμής του κοινοτισμού, που ήταν ζωντανός έως και έναν αιώνα μετά την επανάσταση και την σύσταση του εθνικού κράτους, ενώ παρακμάζει και εκφυλίζεται όταν ο κοινοτισμός σταδιακά υποχωρεί, αυξάνει η πολιτικοποίηση του κοινού, η ύπαρξη και η φύλαξη των συνόρων περιορίζουν την ακτίνα δράσης των ληστών και τις μετακινήσεις τους, και οι ληστές μεταπίπτουν σε πληρωμένους μπράβους των πολιτικάντηδων ή κυνηγημένους μισότρελους και γραφικούς αντι-κοινωνικούς τύπους, απομεινάρια επαναστατικών ομάδων που περιφέρονται χωρίς εργασία.

3. «Κοινωνική ληστεία» και εξουσία στον Ελλαδικό χώρο.

Το φαινόμενο της ληστείας όπως και σε άλλες χώρες συνδεόταν οργανικά τόσο με τις τοπικές κοινωνίες των χωρικών και των ποιμένων απ’ όπου ξεπήδησε   όσο και με τις εκάστοτε τοπικές εξουσίες. Η δεύτερη αυτή  πλευρά  για διάφορους λόγους, μερικούς από τους οποίους αναφέραμε και παραπάνω, δεν είναι τόσο γνωστή. Στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας τοπικοί άρχοντες εκμίσθωναν την συγκέντρωση φόρων για λογαριασμό των Τούρκων και τα ένοπλα σώματα που διέθεταν λειτουργούσαν ως φοροεισπράκτορες. Οι κλεφταρματολοί επεδίωκαν να περάσει στα χέρια τους η είσπραξη των φόρων, τρομοκρατώντας και λεηλατώντας τα χωριά. Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε πολύ μετά την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, οδηγώντας την Boeschoten να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «ο απώτερος στόχος της στάσης αυτής δεν ήταν η υπεράσπιση των καταπιεσμένων, αλλά η μετάβαση στην τάξη των κυρίαρχων, έστω κι αν δεν το πέτυχαν ποτέ»[12].

Καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία αποσυντίθεται, η κινητικότητα και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των τοπικών παραγόντων αυξάνουν με αποτέλεσμα τα δίκτυα προστασίας και πελατειακών σχέσεων να γίνονται ολοένα και πιο πολύπλοκα και ρευστά. Συμμαχίες και συμφωνίες, αλλαγές στρατοπέδων και προδοσίες, προσχωρήσεις ληστών στις τάξεις των πρώην διωκτών τους ως αγροφύλακες και χωροφύλακες, εξαγορές και αμνηστεύσεις είναι μια πραγματικότητα που συνθέτει το παζλ των σχέσεων των ληστών με την εκάστοτε εξουσία. Πρόκειται για μια σχέση αμφίσημη και αμφίθυμη που αντανακλά την ύστατη προσπάθεια του ορεινού κόσμου να αντισταθεί στην κοινωνική και οικονομική εξαφάνισή του[13].

Ξεχωριστή αλλά όχι διαφορετική είναι η περίπτωση της Σάμου και των γεγονότων που ονομάστηκαν «Γιαγαδικά». Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση όπου μια «προσωπική» αντίρρηση κατάταξης στην τακτική εθνοφυλακή του νησιού ενός από τα αδέλφια Γιαγά, θα οδηγήσει στα άκρα την ένοπλη σύγκρουση με την κεντρική εξουσία, θα συνεγείρει τον απλό κάτοικο του νησιού και θα διεκδικήσει με επαναστατικές διαδικασίες την απόσχιση και την αυτονομία από το αθηναϊκό κράτος.  Και στην περίπτωση της Σάμου πίσω από τα γεγονότα που συντάραξαν το νησί για πάνω από μια δεκαετία, υπάρχει  η βίαιη μετατροπή μιας ευημερούσας και ισορροπημένης κοινωνίας[14] σε μια εξαρτημένη, παραμεθόρια και παραμερισμένη μικρής εμβέλειας κοινότητα. Οι αρμοί που συνείχαν την Σαμιακή κοινότητα και της επέτρεπαν να επιβιώνει επιτυχημένα, συγκριτικά με άλλα νησιά και άλλα μέρη της κεντρικής Ελλάδας, εκμεταλλευόμενη είτε την γεωγραφική της θέση είτε την πλουτοπαραγωγική της ικανότητα, σπάνε. Γίνεται η βίαιη μεταφορά της δύναμης του αυτεξούσιου της μικρής κοινότητας προς την ενδυνάμωση του κεντρικού ολοκληρωτικού κράτους. Η Σαμιακή κοινότητα είχε πραγματικούς λόγους να αντισταθεί στην υποβάθμιση και την φτωχοποίησή της και συγκρούστηκε με όχημα την οικογένεια Γιαγά. Η εμπλοκή της ευρύτερης οικογένειας Γιαγά και των κατοίκων του νησιού στην κεντρική πολιτική διαμάχη του Εθνικού Διχασμού ήταν αναπόφευκτη και φόρτισε επιπλέον την σύγκρουση με ιδεολογικά πάθη· αλλά και αδιέξοδη για την προώθηση των συμφερόντων της Σαμιακής κοινότητας, η τύχη της οποίας ακολουθεί τις υπόλοιπες τοπικές κοινωνίες που εξασθενούν χάνοντας εξουσίες και πόρους ενώ το κεντρικό ισχυροποιείται και εγκαθιδρύεται[15].

4. «Κοινωνική Ληστεία» και Αντικομμουνισμός

Καθώς οι τοπικές κοινωνίες εξασθενούν και το κεντρικό κράτος ισχυροποιείται, το φαινόμενο της ληστείας σταδιακά εξαφανίζεται. Υπάρχει όμως μια κρίσιμη λεπτομέρεια που μπορεί να φωτίσει ιδιαίτερα την σχέση ανάμεσα στην Εξέγερση και την Εξουσία η οποία καταδεικνύει, κατά την γνώμη μου, την διαλεκτική συνέχεια. Σύμφωνα με το άρθρο του Mark Mazower «Η συγκρότητηση του αντικομμουνιστικού κράτους»[16], την εξαφάνιση του φαινομένου της ληστείας συνοδεύει η ταυτόχρονη εμφάνιση της αντικομμουνιστικής νοοτροπίας στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος, στις αρχές και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια πρωτότυπη διερεύνηση δύο φαινομένων που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην συνδέονται μεταξύ τους. Το φαινόμενο της ληστείας τοποθετείται σε μια προ-πολιτική εποχή και σ’ αυτό επιβιώνουν όλα τα ανορθόλογα στοιχεία των παραδοσιακών κοινωνιών. Αντίθετα, το φαινόμενο του αντικομμουνισμού γεννιέται μέσα στα πλαίσια ενός σύγχρονου κράτους και μιας κοινωνίας εκβιομηχανισμού και προόδου. Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι ο ιδεολογικός παράγοντας ως στοιχείο που εξασφαλίζει την ένταση ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα ή με τα λόγια του Mazower , ανάμεσα στο «ημέτεροι» και το «υμέτεροι».

Στα χρόνια που ακολούθησαν την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης του 1821 και την ανεξαρτησία της ελληνικής επικράτειας, το νεοσύστατο κράτος χαρακτηρίζεται από αδυναμία επιβολής της εξουσίας του και χρειάζεται την υποστήριξη των τοπικών παραγόντων. Πολλές φορές συμμαχεί με ομάδες ληστών για την εξουδετέρωση ή την εκδίωξη άλλων ανταγωνιστών τους. Πολλοί ληστές επωφελούμενοι από την πολιτική αστάθεια μπαίνουν στο πολιτικό παιχνίδι είτε για να εξασφαλίσουν αμνηστία είτε για να ισχυροποιήσουν την θέση τους με την απόσπαση διαφόρων μικρών και μεγάλων προνομίων.  Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την σχέση ληστών – κράτους μέσα από δύο αντικρουόμενα αξιώματα τα οποία όμως φαίνεται να ισχύουν εξίσου. Το πρώτο διατυπώνεται από τον Anton Bloc και λέει ότι «όσο πιο επιτυχημένη είναι η δράση του ληστή, τόσο μεγαλύτερη η προστασία που του χορηγείται». Το δεύτερο διατυπώνεται από την Ricki van Boeschoten, η οποία ισχυρίζεται ότι «όσο μεγαλύτερη η εδραίωση του έθνους – κράτους, τόσο μικρότερη η προστασία που χορηγείται στους ληστές»[17]. Το γεγονός ότι η έρευνα δεν  αποκλείει κανένα,  καταδεικνύει ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο ρευστότητας με πολλά ανοιχτά ζητήματα και δυναμικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά όμως η ληστεία δεν αποτελούσε την σοβαρότερη απειλή, γιατί το μόνο που αποκάλυπτε ήταν ότι υπήρχαν κάποια όρια στην κρατική εξουσία, χωρίς όμως να αντιτίθεται στο σύνολο αυτής της εξουσίας, αντίθετα συνδιαλεγόταν μαζί της. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κρατικές αρχές εφάρμοζαν κατά των ληστών την «πολιτική της αμέλειας» αφήνοντας, πολλές φορές τα πράγματα, να διευθετηθούν από μόνα τους.

Όμως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η αντίληψη για την κρατική εξουσία αλλάζει. Το κράτος έχει την υποχρέωση απέναντι στο μέλλον της Ελλάδας να δείξει ότι η δύναμή του είναι υπεράνω κάθε προσώπου και πράγματος (είναι μια αντίληψη που ισχύει έως σήμερα). Από την άλλη ο πρωτόγονος και οπισθοδρομικός χαρακτήρας της ληστείας δεν της επιτρέπουν να προσαρμοστεί και να συμβαδίσει με τα νέα ιστορικά δεδομένα. Επίσης το τέλος του Μακεδονικού ζητήματος, ο εκσυγχρονισμός του οδικού δικτύου και η αγροτική μεταρρύθμιση του 1920 σηματοδοτούν το οριστικό τέλος του φαινομένου της ληστείας. Πράγματι, έως το 1935 η ελληνική ύπαιθρος έχει απαλλαχθεί από τους ληστές.

Στην Ελλάδα η νέα αντίληψη για την κρατική εξουσία πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερη ιστορική συγκυρία, αυτή της κατάρρευσης της Μεγάλης Ιδέας και της μικρασιατικής καταστροφής το 1922. Παράλληλα προχωράει ο εκβιομηχανισμός της οικονομίας και ο εκσυγχρονισμός του κράτους. Σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου, «στόχος του έθνους είναι η οικονομική, πνευματική και ηθική του ανύψωση». Αναλαμβάνει δηλαδή η αστική τάξη να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία σε μια πορεία προόδου και ομογενοποίησης. Όμως κάθε τέτοιος στόχος πραγματοποιείται σε σχέση και αναφορικά με τα εμπόδια που καλείται να αντιμετωπίσει και πρέπει να ξεπεραστούν. Φαινομενικά εμπόδια σ’ αυτές τις φιλοδοξίες στάθηκαν οι ληστές   από τη μια και οι κομμουνιστές από την άλλη. Στο σημείο αυτό παραθέτω ένα μικρό πίνακα σύγκρισης των δύο αυτών «απειλητικών» παραγόντων :

Ληστής Κομμουνιστής
– Δρα στην ύπαιθρο – Δρα στην καρδιά των πόλεων
– Είναι τοπικιστής – Είναι διεθνιστής
– Θέλει δύναμη και επιζητά την δημοσιότητα μέσω της βίας, δείχνοντας ότι αψηφά τις νόμιμες αρχές – Δρα μυστικά, μέσω της προπαγάνδας και του προσηλυτισμού, λαμβάνοντας μέτρα προφύλαξης.
– Δεν έχει ιδεολογία και το μίσος του για κράτος δεν είναι σταθερό – Απορρίπτει πλήρως την ιδεολογία των κυβερνώντων αρχών και στρατεύεται σε μια αντίπαλη κοινωνική και πολιτική ιδεολογία.

 

Εφόσον όμως η απειλή της ληστείας σιγά σιγά φθίνει, ο Mazower αναζητά τα αίτια τηςστροφής προς την νέα  απειλή του κομμουνισμού με την εμφάνιση της αντικομμουνιστικής νοοτροπίας. Εύλογα θέτει δύο ερωτήματα : Η αντικομμουνιστική νοοτροπία εμφανίζεται γιατί πρέπει να βρεθεί μια νέα αποστολή για την αστυνομία αφού ο παραδοσιακός της εχθρός, οι ληστές, έχει εξαφανιστεί; Ή μήπως η ρώσικη επανάσταση και η δημιουργία του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΕ) επαρκούν για την ερμηνεύσουν την ανάπτυξη των αντι-κομμουνιστικών αισθημάτων; Ας σημειωθεί εδώ ότι το κομμουνιστικό κίνημα σε αντίθεση με το φαινόμενο της ληστείας που είχε βαθιές ρίζες στην παράδοση της ελληνικής πραγματικότητας και ισχυρή, μακραίωνη επιρροή στην ύπαιθρο, είχε ελάχιστη απήχηση στα λαϊκά στρώματα στα οποία απευθυνόταν, αφού το ποσοστό του ΚΚΕ σε εθνικό επίπεδο σπάνια ξεπερνούσε το 5%.

Τα πραγματικά αίτια μπορούν αναζητηθούν στην τάση της  ηγεμονεύουσας τάξης να αποδίδει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στην επίδραση εξωτερικών παραγόντων και όχι στις κοινωνικές και οικονομικές ανεπάρκειες που προκύπτουν από την ηγεμονία της. Και στην περίπτωση μας οι εξωτερικοί αυτοί παράγοντες –ελλείψει των ληστών- ήταν οι κομμουνιστές. Παράλληλα και αφού έχει καταδειχθεί ο εχθρός, προκύπτει η ανάγκη για την δημιουργία μιας κρατικής μηχανής (η εκτελεστική εξουσία ως πυλώνας του κοινοβουλευτισμού) που να στοχεύει στην επιτήρηση και καταστολή μεγάλου τμήματος του πληθυσμού στο όνομα του αντικομμουνισμού και της επιβολής της νομιμότητας. Οι στόχοι αυτοί παραμένουν αναλλοίωτοι για τα επόμενα 40 χρόνια, αποτελούν την ιδεολογική ραχοκοκαλιά του αστισμού στην Ελλάδα και εμποτίζουν τον κρατικό μηχανισμό.

Μια σειρά από ενέργειες του επίσημου κράτους και των δικαστικών αρχών,  που στρέφονταν κατά των κομμουνιστών, συντείνουν στο ότι πρόκειται για μια ιδεολογικοποιημένη αντικομμουνιστική νοοτροπία, παρά για ακριβείς προβλέψεις ενός πραγματικού κινδύνου (π.χ. Ιδιώνυμο). Παράλληλα ο αντικομμουνισμός χρησιμεύει ως ιδεολογικό εργαλείο στον κοινοβουλευτικό ανταγωνισμό μεταξύ βασιλικών και δημοκρατικών μετά την πτώση της κυβέρνησης του Πάγκαλου.

Η εμφάνιση του αντικομουνισμού ως ιδεολογική δικαιολόγηση εντός του επίσημου κράτους, μας οδηγεί στο να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα αφενός για την ιδιαίτερη ποιότητα του νέου αυτού πολιτικού μορφώματος κα αφετέρου για τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται στο εξής για την άσκηση οποιασδήποτε πολιτικής πράξης .

Η βία που ασκούσαν οι ληστές σε φυσικό επίπεδο μέσα από την τρομοκρατία ήταν ένας τρόπος επιβολής και σταθεροποίησης του συστήματος της προπολιτικής κυριαρχίας. Η φυσική βία προϋποτίθετο και  εκ των υστέρων δικαιολογούνταν είτε μέσα από το θιγμένο ατομικό εγωισμό είτε μέσα από την μετουσίωσή της στο παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν (δημοτικά τραγούδια). Με άλλα λόγια στην προπολιτική κατάσταση, η πράξη προϋπάρχει της δικαιολόγησής της, όπως ακριβώς ο φυσικός κόσμος είναι δοσμένος εκ των προτέρων και σ’ αυτόν προσαρμόζονται οι ανθρώπινες κοινωνίες.

Αντίθετα, στο σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος, απαιτείται να προϋπάρχει η δικαιολόγηση, που συνήθως είναι ιδεολογική για να εδραιωθεί η κρατική πράξη η οποία μπορεί να είναι και βίαιη. Επομένως η συγκατάθεση των κυριαρχούμενων στο νεωτερικό κράτος, προϋποθέτει ένα βαθμό ελευθερίας από τον φυσικό καταναγκασμό και δυνατότητα λογικής επεξεργασίας των εκάστοτε διλημμάτων.

Ανάγλυφα, παρουσιάζεται η μεταστροφή από την αυθαιρεσία της πράξης που είναι υπόλογη μόνο στον εαυτό της, στα ένστικτα και στο «ατομικό έτσι θέλω» προς μία συλλογικότερη και γι’ αυτό ανώτερη σκοποθεσία, στην περίπτωση της προσπάθειας ενσωμάτωσης ληστρικών ομάδων στο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα του ΕΛΑΣ.[18].

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην παραπάνω εργασία έγινε προσπάθεια κατάδειξης του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας στην Ελλάδα μέσα από μία σειρά αντιπροσωπευτικών κειμένων, που εξετάζουν το φαινόμενο πολύπλευρα  καλύπτοντας χρονικά την ταραχώδη περίοδο του 19ου-20ου αι.. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να θέσουμε έναν προβληματισμό σχετικά με την αναβίωση του φαινομένου σε πλήρως εκσυγχρονισμένες και καπιταλιστικές κοινωνίες.

Όπως ο Ε. Hobsbawm υπογραμμίζει στο Υστερόγραφό του [19] «ο ρόλος του κοινωνικού ληστή της υπαίθρου αλλάζει, καθώς παίζεται τώρα σε ένα νέο χώρο, αυτόν της σύγχρονης καπιταλιστικής/βιομηχανικής κοινωνίας, ανάμεσα σε νέα κοινωνικά, οικονομικά και τεχνολογικά σκηνικά, και ίσως από καινούριους ηθοποιούς, που δεν μπορούν πια να χαρακτηρίζονται παραδοσιακοί αγρότες, εκπρόσωποι μιας παλιάς κοινωνίας που παλεύει ενάντια στη νέα, ή υπερασπιστές των φτωχών της υπαίθρου. Αναμφίβολα, η σύγχρονη αναβίωση της ένοπλης δράσης ατόμων και μικρών ομάδων δεν μπορεί παρά να έχει ελάχιστη σχέση με την «κοινωνική ληστεία», την παράδοση, την κληρονομιά και τον τρόπο δράσης της. Από την άλλη πλευρά η συνέχεια των μύθων και των παραδόσεων της κλασικής κοινωνικής ληστείας στον σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο παραμένει ζωντανή. Ο ληστρικός μύθος επιβιώνει σαν ένα είδος λαϊκής μνήμης. Η ιδέα του μεμονωμένου εκδικητή επιζεί, ιδιαίτερα ανάμεσα σε εκείνους που νιώθουν να μην καλύπτονται από τις θεσμοποιημένες συλλογικές οργανώσεις. Επιπλέον, όμως, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους οξυμένα προβλήματα που αφορούν στην περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, λόγω των οικονομικών ανισοτήτων ακόμα και στο εσωτερικό κρατών που μέχρι πρόσφατα ευημερούσαν, την μετακίνηση πληθυσμών λόγω οικολογικών καταστροφών και τα φαινόμενα της νέας βίας που στρέφονται κατά των πιο ευάλωτων και αδύνατων. Οι απαντήσεις δεν θα είναι εύκολες και θα θέσουν σε δοκιμασία εκ νέου τις πολιτικές και κοινωνικές σταθερές.

τ έ λ ο ς

Βιβλιογραφία
  • Blok,  Anton, The Peasant and the Brigand: Social Banditry Reconsidered, Comparative Studies in Society and History, Vol., No 4 (Sep. 1972), Cambridge University Press.
  • Boeschoten, Riki van, Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία,  Μνήμων, τ. 13, 1991
  • Hobsbawm Eric, Social Bandits : Reply, Comparative Studies in Society and History, Vol., No 4 (Sep. 1972) pp 503-505, Cambridge University Press.
  • Hobsbawm, Eric, Primitive Rebels, Manchester, 1959
  • Hobsbawm, Eric, Ληστές, μετ. Νίκος Κούρκουλος, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2010
  • Βαφέας, Νίκος, Οικονομία και κοινωνία της Σάμου κατά τη μετάβαση στο εθνικό κράτος: συνέχειες και ασυνέχειες, Πρακτικά Συνεδρίου, Από την Αυτονομία στο Εθνικό κράτος. Η ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα, Γενικό Αρχείο Κράτους, Σάμος 2014 σ. 39-53
  • Βαφέας, Νίκος, Από την « ληστεία» στο κοινωνικό κίνημα: Η περίπτωση των «Γιαγαδικών» στη Σάμο, συλ. τομ. Όψεις του λαϊκού πολιτισμού, μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2007.
  • Γεωργούλας,  Αντώνης, Κοινωνικές θεωρίες εν δράσει, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010
  • Δαμιανάκος, Στάθης, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1987.
  • Κολιόπουλος Γιάννης, Περί «κοινωνικών» και άλλων ληστών στη νεώτερη Ελλάδα,  Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 23, 1980
  • Mazower Mark, Η συγκρότηση του αντικομμουνιστικού κράτους, Ίστωρ 3/1991 σ.σ.65-84
  • Τζούκας, Βαγγέλης, Η κοινωνική ληστεία και η παράδοση ανταρσίας, συλ. τόμος  Όψεις του Λαϊκού Πολιτισμού, Μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, εκδ. Πλέθρον , Αθήνα 2007.
Σημειώσεις

[1] Hobsbawm, Eric, Primitive Rebels, Manchester 1959

[2] Γεωργούλας,  Αντώνης, Κοινωνικές θεωρίες εν δράσει, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σελ. 31

[3] Blok Anton, The Peasant and the Brigand: Social Banditry Reconsidered , Comparative Studies in Society and History, Vol., No 4 (Sep. 1972) pp 494 – 503, Cambridge University Press.

[4] Hobsbawm Eric, Social Bandits : Reply, Comparative Studies in Society and History, Vol., No 4 (Sep. 1972) pp 503-505, Cambridge Uni