Η γροθιά ψηλά | Χουάν Βιγιόρο

Είσαι από το μέρος που μαζεύεις

τα σκουπίδια.

Όπου δυο ηλιαχτήδες πέφτουν

στο ίδιο σημείο.

Αφού είδες την πρώτη,

περιμένεις τη δεύτερη.

Εδώ συνεχίζεις.

Όπου η γης ανοίγει

κι οι άνθρωποι συγκεντρώνονται.

.

Άλλη μια φορά άργησες να φτάσεις:

Ζείς χάρη στην ασυνέπειά σου,

γιατί δεν έδωσες παρών στο ραντεβού που

στις 13:14 σε κάλεσε

ο θάνατος,

τριάντα δύο χρόνια μετά

από το άλλο ραντεβού, στο οποίο, πάλι

δεν ήσουνα

στην ώρα σου.

Είσαι το θύμα που παραλήφθηκε.

Το κτήριο κατέρρευσε και δεν

είδες να περνά η ζωή μπροστά

στα μάτια σου, όπως συμβαίνει

στον κινηματογράφο.

Σε πόνεσε ένα μέρος του σώματός σου

που δεν ήξερες ότι υπήρχε:

το δέρμα της μνήμης,

που δεν έφερε σκηνές

της ζωής σου, αλλά του

ζώου που χαιρετά το δάμασμα

της ύλης.

Και το νερό θυμήθηκε

όταν ήταν άρχοντας

αυτού του τόπου.

Σείστηκαν οι ποταμοί.

Σείστηκαν τα σπίτια

που ανακαλύψαμε στους ποταμούς.

Μάζεψες τα βιβλία αλλοτινών

καιρών, που άφησες πίσω

μπροστά σε τούτες τις σελίδες.

.

Έβρεχε τουλούμια

μετά τους εορτασμούς

της πατρίδας,

που περισσότερο θύμιζαν διασκέδαση

παρα μεγαλοσύνη.

Αφήσαμε χώρο για τους ήρωες

του Σεπτέμβρη;

Φοβάσαι.

Έχεις την τιμή και την αξία να φοβάσαι.

Δεν ξέρεις τι να κάνεις,

αλλά κάτι κάνεις.

Δε θεμελίωσες την πόλη

ούτε την υπερασπίστηκες από εισβολείς.

.

Είσαι, κι αν είσαι, ένας κακομοίρης

της ιστορίας.

Αυτός που μαζεύει τα συντρίμια

μετά την τραγωδία.

Αυτός που στοιβάζει τούβλα,

μαζεύει πέτρες,

βρίσκει μια χτένα,

δυο παπούτσια που δε συνταιριάζουν,

ένα πορτοφόλι με φωτογραφίες.

Αυτός που τάξη βάζει στα διασκορπισμένα μέρη,

κομμάτι το κομμάτι,

υπολείμματα, μόνο υπολείμματα.

Ότι μπορούν τα χέρια.

.

Που δεν έχεις γάντια.

Που μοιράζεις νερό.

Που χαρίζεις τα φάρμακά σου

γιατί θεραπεύτηκες από την τρομάρα.

Που είδες το φεγγάρι και ονειρεύτηκες

πράγματα παράξενα, αλλά που δεν

ήξερες να ερμηνεύσεις.

Που άκουσες να νιαουρίζει ο γάτος σου

μισή ώρα νωρίτερα και μόνο

τον κατάλαβες στο πρώτο ταρακούνημα,

όταν το νερό κύλαγε στο καζανάκι.

Που προσευχήθηκες σε μια παράξενη

γλώσσα γιατί ξέχασες

πώς προσευχόμαστε.

Που θυμήθηκες ποιος ήσουνα

από ποιο τόπο.

Που πήγες να βρείς τα παιδιά σου

στο σχολείο.

.

Που σκέφτηκες όσους

είχαν παιδιά στο σχολείο.

Που έμεινες χωρίς μπαταρία.

Που βγήκες στο δρόμο να προσφέρεις

το κινητό σου.

Που μπήκες να κλέψεις

ένα εγκαταλελειμένο μπακάλικο

και το μετάνοιωσες

σ’ ένα κέντρο συλλογής βοήθειας.

Που ήξερες ότι γλίτωσες.

Που ξενύχτησες

για να κοιμηθούν οι άλλοι.

.

Που είσαι ντόπιος.

Που μόλις απ’ αλλού κατέφθασες

και είσαι ήδη ντόπιος.

Που λες “η πόλη” για να πεις

εγώ κι εσύ κι ο Πέντρο και η Μάρτα

και ο Φρανσίσκο και η Γκουανταλούπε.

Που είσαι δυο μέρες χωρίς φώς

ούτε νερό.

Που αναπνέεις ακόμα.

Που σήκωσες τη γροθιά

για να ζητήσεις να κάνουμε ησυχία.

Που σε ακούσαμε.

Που σηκώσαμε τις γροθιές μας.

Που σηκώσαμε τις γροθιές μας

για ν΄ακούσουμε αν κάποιος

ζούσε κι ακούσαμε

ένα μουρμουρητό.

Που δε σταματάμε να ακούμε.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Reforma, από τον Juan Villoro.

Σε απαγγελία του ίδιου, εδώ.

Μας μίλησε στο Cinvestav για το ανέβασμα θεατρικού του έργου, (ήταν μάλλον η γάτα του ποιήματος, μια και δυο φορές από τότε κουνηθήκαμε απ΄τον εγκέλαδο!)

 

Share this:
Like this:Like Loading... Related